- ομοιόκριθος
- ὁμοιόκριθος, -ον (Α)αυτός που μοιάζει με κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό-κριθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιοκρίθοις — ὁμοιόκριθος resembling barley masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκρίθων — ὁμοιόκριθος resembling barley masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόκριθα — ὁμοιόκριθος resembling barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek